παραθυρεοειδείς

παραθυρεοειδείς
(Ανατ.). Μικροί ενδοκρινείς αδένες, συνήθως τέσσερις, που βρίσκονται πίσω από τους πλάγιους λοβούς του θυρεοειδούς· το έκκριμά τους, η παραθορμόνη, συμμετέχει στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου και του φωσφόρου, και συνεπώς στη διεργασία της οστέωσης. Από πειραματικής άποψης η μερική αφαίρεση των π. προκαλεί νανισμό, καχεξία, μυϊκή υπερδιεγερσιμότητα και τετανία, στο αίμα ανευρίσκεται χαμηλή τιμή ασβεστίου και αυξημένη τιμή φωσφόρου· η χορήγηση μεγάλων δόσεων παραθορμόνης προκαλεί αύξηση του ασβεστίου στο αίμα, ελάττωση του φωσφόρου, ολιγουρία, διαταραχές στο πεπτικό σύστημα, εμέτους και θάνατο. Η παραθορμόνη δρα ρυθμίζοντας την αποβολή του φωσφόρου με τα ούρα και την κινητοποίηση των αποθεμάτων ασβεστίου από τα οστά· από πολλές απόψεις η δράση της μοιάζει με εκείνη της βιταμίνης D2, αλλά η χορήγησή της στη ραχίτιδα δεν προσφέρει τίποτε. Στην παθολογία είναι γνωστές καταστάσεις υπολειτουργίας και υπερλειτουργίας των π. Yποπαραθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανιστεί πρωτοπαθώς χωρίς φαινομενικά αίτια ή να είναι αποτέλεσμα χειρουργικής επέμβασης θυρεοειδεκτομής, κατά την οποία μπορεί να αφαιρεθούν ή να υποστούν σοβαρή βλάβη οι π.· κατά κύριο κλόγο εκδηλώνεται με τετανία. Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός οφείλεται συνήθως σε αδένωμα των π.· εκδηλώνεται με μυϊκή αδυναμία, δυσπεπτικά ενοχλήματα, οστικές βλάβες (νόσος του Ρεκλινγκχάουζεν), πολυουρία και νεφρολιθίαση. Καταστάσεις υπερπαραθυρεοειδισμού μπορεί να παρουσιαστούν και σε μικρές χρόνιες παθήσεις των νεφρών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • ορμόνες — Ουσίες που επεξεργάζεται ο ζωικός οργανισμός και οι οποίες όταν εισέρχονται στην αιματική κυκλοφορία μεταφέρονται στα διάφορα όργανα για να διεγείρουν τη λειτουργία τους· οι ο. προορίζονται πράγματι για να ρυθμίζουν την ισορροπία μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκρινολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά τη φυσιολογία και την παθολογία των ενδοκρινών αδένων και των εκκρίσεών τους, των λεγόμενων ορμονών. Η ανάπτυξη της ε. είναι μάλλον πρόσφατη· οι ενδοκρινείς αδένες αναγνωρίστηκαν μόλις στις πρώτες δεκαετίες του 19ου …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • παραθορμόνη — η (βιοχ.) η κύρια ορμόνη στους παραθυρεοειδείς αδένες …   Dictionary of Greek

  • παραθυρεοειδής — ές ανατ. αυτός που βρίσκεται σε άμεση επαφή με τον θυρεοειδή («παραθυρεοειδείς αδένες») …   Dictionary of Greek

  • παραθυρεοειδικός — ή, ό (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους παραθυρεοειδείς αδένες …   Dictionary of Greek

  • τετανία — Κατάσταση αυξημένης διεγερσιμότητας του νευρικού συστήματος. Μπορεί να εκδηλωθεί γύρω στον τρίτο ή τέταρτο μήνα από τη γέννηση ή κατά την εφηβία και αποτελεί το σημαντικότερο σύμπτωμα του υποπαραθυρεοειδισμού. Ο παροξυσμός προκαλείται από… …   Dictionary of Greek

  • υπερπαραθυρεοειδισμός — ο, Ν ιατρ. αυξημένη έκκριση παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες, καλοήθης, συνήθως, πάθηση που οφείλεται σε αδένωμα τών παραθυρεοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperparathyroidism < υπερ * + παρ(α) * + θυρεοειδής + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”